οσοδήποτε

οσοδήποτε
οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτε
αντων. αναφ., όσος κι αν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οποσοσδήποτε — οποσηδήποτε, οποσοδήποτε (Α ὁποσοσδήποτε, ὁποσηδήποτε, ὁποσονδήποτε) (αναφ. αντων.) οσοδήποτε πολύς ή οσοδήποτε μεγάλος και αν είναι, όσος και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + αορστλ. μόριο δήποτε* (πρβλ. οιοσ δήποτε)] …   Dictionary of Greek

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

  • άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

  • νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …   Dictionary of Greek

  • οπηλικοσδηποτούν — ὁπηλικοσδηποτοῡν (Α) οσοδήποτε και αν είναι μεγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπηλίκος + δήποτε + οὖν (πρβλ. οιοσ δηποτ ούν)] …   Dictionary of Greek

  • οποσοσούν — ὁποσοσοῡν, ὁποσηοῡν, ὁποσονοῡν (Α) (αντων.) 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁποσονοῡν οσοδήποτε μεγάλος, όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + οὖν (πρβλ. οιοσ ούν)] …   Dictionary of Greek

  • οποσουτινοσούν — ὁποσουτινοσοῡν (Α) (αντων.) (κυρίως σε πλάγ. ερώτ.) οσοδήποτε μεγάλης τιμής. [ΕΤΥΜΟΛ. Γεν. μιας αντων. ὁποσοστισοῦν (< ὁπόσος + τις + οὖν)] …   Dictionary of Greek

  • πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα …   Dictionary of Greek

  • τετράπολο — Στην ηλεκτρονική, ένα σύνολο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών και άλλων στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος (ωμικές αντιστάσεις, επαγωγές, χωρητικότητες), που χαρακτηρίζονται από 4 ακροδέκτες (πόλους), δύο εισόδου και δύο εξόδου της ηλεκτρικής ενέργειας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”